ἐνάρετα

ἐνάρετα
ἐνάρετος
virtuous
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλοκάγαθος — η, ο (Α καλοκἄγαθος, Μ καλοκάγαθος, ον) νεοελλ. μσν. γεμάτος καλοσύνη και αγαθότητα αρχ. (στους δόκιμους συγγραφείς πάντοτε χωριστά καλός καγαθός, μόνο στον Πολυδ. ενωμένα σε μία λέξη) 1. ευπατρίδης, επιφανής άνδρας 2. τέλειος άνθρωπος, με όλα τα …   Dictionary of Greek

  • Γεράσιμος — I (Τρίκαλα, Κορινθία 1509 – Κεφαλονιά 1579). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, πολιούχος της Κεφαλονιάς. Καταγόταν από την παλιά βυζαντινή οικογένεια των Νοταράδων. Πολύ νέος ακόμα πήγε στη Ζάκυνθο, για να συμπληρώσει ίσως τις σπουδές του.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Τέλλος — Αθηναίος πολίτης που αναφέρθηκε από τον σοφό Σόλωνα, στη γνωστή συνομιλία του με τον Κροίσο, ως πρότυπο ευτυχισμένου ανθρώπου. Έζησε χαρούμενος σε όλη του τη ζωή, απέκτησε ενάρετα παιδιά και πέθανε πολεμώντας για την πατρίδα. Μετά τον θάνατό του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”